Μεταναστης σε στρατσοχαρτο
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία οδηγεί και το προλεταριάτο στο ίδιο επίπεδο ηλιθιότητας με την αστική τάξη.
Γ. Τσαρούχης
Έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τότε που ήμουν μαθητής στις πρώτες τάξεις του 59ου Δημοτικού Σχολείου στα Σεπόλια. Το κοριτσάκι που καθότανε δίπλα μου από την πλευρά του μεγάλου παραθύρου είχε μονίμως το στόμα του πασαλειμμένο με κομμάτια μπογιάς που προέρχονταν από το μολύβι που συστηματικά μασούλαγε. Σε ένα γερασμένο κτίριο που δεν προοριζόταν για σχολείο, μέσα σε μία θαμπή αίθουσα με σαράντα πέντε μαθητές, καθισμένος στο ξύλινο, μονοκόμματο, σκούρο πράσινο, ασορτί με τον πίνακα και γεμάτο τρύπες σαν τυρί, θρανίο παρακολουθούσα με τη διακεκομμένη προσοχή ενός παιδιού τα λόγια της δασκάλας μου.
Ήταν τότε που άκουσα για πρώτη μου φορά τη λέξη ‘μετανάστευση.’ Η δασκάλα μιλούσε για τα πουλιά που μεταναστεύουν σε άλλους τόπους για να αποφύγουν το βαρύ κρύο και το χιόνι. Τα μεταναστευτικά πουλιά πηγαίνουν εκεί που έχει ζέστη και τροφή για τα παιδιά τους, έλεγε η δασκάλα.
Η ιδέα της μετανάστευσης συνδέθηκε στο φαντασιακό του μικρού μαθητή με την οικογενειακή θαλπωρή: χελιδόνι- άνοιξη- φωλιά, μαμά- μπαμπάς- ποδήλατο. Την τρυφερή εικόνα ενδυνάμωνε και η τηλεοπτική σειρά για παιδιά με τον παιδικό ήρωα ,της Selma Lagerlof, από την Σουηδία, τον Νιλς Χόλγκερσον με το θαυμαστό του ταξίδι παρέα με ένα κοπάδι αγριόχηνες που μετανάστευαν.
Πάει καιρός που οι παιδικές εικόνες ξεθώριασαν, ξάσπρισαν και έσβησαν. Ο σύγχρονος μετανάστης δεν έχει τίποτα από τη χάρη του ξανθού αγοριού με το κόκκινο σκουφί που κρατιέται από το λαιμό του χήνου Μάρτιν. Τώρα αποτελεί την προσωποποίηση ενός καίριου προβλήματος για τον δημόσιο λόγο, του μεταναστευτικού βεβαίως. Άλλοι ερμηνευτές της πραγματικότητας τον αποκαλούν μάστιγα της κοινωνίας και δεν υπερβάλουν καθότι τα επίσημα στοιχεία το αποδεικνύουν. Είναι ασφαλώς και η απολιτίκ προσέγγιση του θέματος για την χαλαρή κουβεντούλα στη καφετέρια, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα απλώς είναι το δέρμα του που μυρίζει, οφείλεται σε μια ορμόνη, το λένε κι οι γιατροί. Το κατεψυγμένο κερασάκι της τούρτας αποτελεί ο αστικός μύθος πως τρώει τα αδέσποτα σκυλιά και γατιά της πόλης. Η εξιστόρηση αρχίζει συνήθως με την παραδοχή ότι του το ‘πε ένας ξάδερφος του φίλου του πατέρα του που ζει στη Βικτώρια.
Οι εμπνευστές της μεταμοντέρνας αφήγησης απευθύνονται στη κοινωνία της πληροφορίας με όρους σκοταδισμού. Οι μέθοδοι στοχοποίησης είναι απλοί και δοκιμασμένοι, παλιοί όσο και η ίδια η μετανάστευση. Οι κοινωνίες της Ευρώπης έχουν τεράστια παράδοση και στα δύο και ως προς το πρώτο, τη στοχοποίηση, αδυνατούν να την υπερβούνε. Ευτυχώς ότι δεν πετυχαίνει η υποκρισία των θεσμών το καταφέρνει η αλήθεια της Τέχνης.
Γλυκιά τσιμπιά στο μάγουλο του αποκοιμισμένου οπαδού της απάθειας είναι η ζωγραφική δουλειά της Βαλμπόνα Τσανάκου. Καταπιάνεται με το θέμα του μετανάστη αποφεύγοντας το ναρκοπέδιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, χωρίς το βρώμικο πλαστικό κυπελλάκι της συναισθηματικής ελεημοσύνης και δίχως την οκνηρία και καλλιτεχνική αυτοκατάργηση της απλής καταγραφής. Με την καταλυτική δύναμη του εικονοποιού, ένα χάρισμα που διαθέτουν κυρίως οι ζωγράφοι και οι ποιητές, η Βαλμπόνα προτείνει μια άλλη οπτική. Είναι το ταξίδι του μετανάστη, μια δράση γεμάτη ζωτικότητα, μια πράξη αναζήτησης του ιδανικού τόπου διαβίωσης, μια μετανάστευση προς ένα καλύτερο μέλλον. Αυτά είναι τα ίχνη που ακολουθεί η Βαλμπόνα και το κάνει καλά γιατί είναι και δικά της.
Σε μια ενότητα από οχτώ ζωγραφικά έργα που παρουσιάζει η καλλιτέχνης με τον σημειολογικό τίτλο ‘ Ίχνος ΄ οι αισθητικές ποιότητες σηματοδοτούν τη μορφοποίηση μιας αντίληψης, αποδεικνύοντας πως στη Τέχνη θεωρία και πράξη ταυτίζονται. Χρησιμοποιώντας ως ζωγραφική επιφάνεια το στρατσόχαρτο η Βαλμπόνα φτιάχνει το χώρο για την αφήγησή της.
Απαρνιέται το δικαίωμά της στην τρίτη διάσταση δημιουργώντας οχτώ φανταστικούς γεωγραφικούς χάρτες που συνιστούν το πρώτο μέρος ένας ιδιότυπου άτλαντα. Μέσα στα έργα της η ανθρώπινη φιγούρα άλλοτε κρυμμένη μέσα σε μοτίβα ξαφνιάζει το βλέμμα του θεατή, άλλοτε κυρίαρχη στη σύνθεση οριοθετεί την έκταση του χάρτη.
Το χρώμα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα έργα της ζωγράφου. Άλλοτε καθαρό και σαφές έχει το ρόλο δομικού στοιχείου του πίνακα, άλλες φορές πάλι η χρωματική πρόταση αποδομείται τοπικά σε πλήθος αποχρώσεων δίνοντας στο έργο μια μυστηριακή εσωτερική φωτεινότητα. Η επαναλαμβανόμενη χρήση μοτίβων αντί να οδηγεί τη σύνθεση σε μονοτονία και πλήξη αναστατώνει το βλέμμα του θεατή, που ανακαλύπτει συνεχώς νέες μορφές να προβάλλουν και άλλες να εξαϋλώνονται. Σε ένα τίμιο παιχνίδι αναπαράστασης και αφαίρεσης οι πίνακες της Βαλμπόνα είναι ανθρωποκεντρικοί, αφηγηματικοί, προσβάσιμοι. Όμως μέσα στην ειλικρίνεια των προθέσεων και την αμεσότητα της γραφής ξεγλιστράνε ουσιώδεις λεπτομέρειες του έργου, εννοιολογικού χαρακτήρα, για την αποκωδικοποίηση των οποίων η καλλιτέχνιδα προσφέρει η ίδια το ερμηνευτικό μοντέλο.
Το ευτελές και ασήμαντο, προϊόν ανακύκλωσης, στρατσόχαρτο συμβολίζει στο εικαστικό τελετουργικό της Βαλμπόνα τον ίδιο τον μετανάστη. Το χαμηλό του μεροκάματο, τα φτηνά του ρούχα, το μικρό του σπίτι. Η ίδια η καλλιτέχνης δηλώνει πως το υλικό την βοηθάει να βιώσει τις ζωές άλλων μεταναστών, ένα είδος φτηνού δέρματος που καταγράφει τα ίχνη ανθρώπων που βαδίζουνε στον ίδιο δρόμο, που έχουν κοινή διαδρομή. Το στρατσόχαρτο μετουσιώνει όλους τους ανθρώπους που ανήκουν στη κατηγορία ‘φτηνά χέρια’: εργάτες, οικοδόμους, καθαρίστριες, τεχνίτες, σερβιτόρους, πλασιέ, ανέργους, και άλλους τις ζωές των οποίων η Ιστορία δεν καταγράφει ποτέ, αποτελούν όμως διαχρονικά τη πρώτη ύλη σε όλες τις μορφές Τέχνης. Η ζωγραφική της Βαλμπόνα, τόσο σε παλαιότερες δουλειές της όσο και στην ενότητα ‘Ίχνος’, διερευνά με συνέχεια και επιμονή τον ορισμό της έννοια του ανθρωποκεντρισμού, όπου η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι η φράση του Φρ. Νίτσε: ‘η συμπόνια είναι η πιο βαθιά άβυσσος: όσο πιο βαθιά κοιτάζει ο άνθρωπος στη ζωή, τόσο πιο βαθιά κοιτάζει και στον πόνο’.
Δημήτριος Σκαλίγκος
Ιστορικός Τέχνης